Άρθρο της Φαίης Κοσμοπούλου στο Εθνος Κυριακής (28.5.2017)
Τα νέα μέτρα για τη φαρμακευτική πολιτική που ψηφίστηκαν στο επικαιροποιημένο μνημόνιο έχουν προκαλέσει νέα μεγάλη αναστάτωση στην αγορά φαρμάκου. Παρά τις διαβεβαιώσεις για σταθεροποίηση και εξορθολογισμό της φαρμακευτικής περίθαλψης, το νέο Μνημόνιο εισάγει μέτρα που επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο τη φαρμακοβιομηχανία και εμποδίζουν την πρόσβαση των ασθενών στις νέες θεραπείες.
Σε ό,τι αφορά στις ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες, αξίζει να σημειωθεί ότι τα φάρμακα της ελληνικής παραγωγής ήδη πλήττονται δυσανάλογα από το παράλογο σύστημα τιμολόγησης με συνεχείς υπερβολικές μειώσεις τιμών κάθε εξάμηνο. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά από 11 διαδοχικές ανατιμολογήσεις, το 90% των φαρμάκων που παράγει η ελληνική φαρμακοβιομηχανία έχουν λιανική τιμή μικρότερη από 7 ευρώ.
Η κατάσταση αυτή απειλεί πλέον άμεσα τη βιωσιμότητα των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών και κάνουν ασύμφορη την κυκλοφορία στην αγορά των αξιόπιστων, οικονομικών φαρμάκων που παράγουν. Τα παλαιά, δοκιμασμένα ελληνικά φάρμακα καλύπτουν τις ανάγκες μεγάλου αριθμού ασφαλισμένων και ταυτόχρονα δημιουργούν εξοικονομήσεις για τη δημόσια ασφάλιση. Η βιωσιμότητα και η παραμονή τους στην αγορά είναι επομένως απαραίτητη τόσο για τους ασθενείς, όσο και για τη συγκράτηση της φαρμακευτικής δαπάνης. Είναι άλλωστε βέβαιο ότι αν αποσυρθούν από την αγορά, τη θέση τους θα πάρουν πολύ ακριβότερα, εισαγόμενα σκευάσματα.
Σε αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον, έρχεται το επικαιροποιημένο μνημόνιο να προσθέσει νέες επιπλέον επιβαρύνσεις. Συγκεκριμένα, προβλέπει νέες επιπλέον υποχρεωτικές εκπτώσεις από τις φαρμακοβιομηχανίες προς τον ΕΟΠΥΥ. Οι υποχρεωτικές αυτές εκπτώσεις είναι γνωστές ως rebate. Στο 4ο Μνημόνιο, το νέο rebate είναι αυξημένο κατά 55%! Αυτό σημαίνει ότι ενώ το 2016 οι φαρμακοβιομηχανίες κατέβαλαν 310 εκατ. ευρώ σε rebate, το 2017 θα πρέπει να καταβάλουν σχεδόν 450 εκατ., δηλαδή επιβαρύνονται με επιπλέον 120 εκατ. ευρώ! Έτσι, το νέο rebate, μαζί με τις εξωφρενικές μειώσεις τιμών, έρχεται να αποτελειώσει τα ελληνικά φάρμακα.
Όμως τα άσχημα δεν τελειώνουν εδώ. Μετά από τις μειώσεις τιμών και το rebate οι φαρμακοβιομηχανίες καλούνται να επιστρέψουν στο Κράτος τη σημαντική διαφορά μεταξύ της αξίας των φαρμάκων που καταναλώνονται κάθε χρόνο και του φαρμακευτικού προϋπολογισμού του ΕΟΠΥΥ, που είναι σταθερός. Όσα φάρμακα και να καταναλωθούν, ο ΕΟΠΥΥ στο τέλος του χρόνου θα πληρώσει ένα σταθερό ποσό που για τα έτη 2016 έως και 2018 έχει προκαθοριστεί κοντά στα 2 δις. € (για την ακρίβεια 1 δις και 945 εκατ. ευρώ)! Η διαφορά μεταξύ της πραγματικής κατανάλωσης και του κλειστού προϋπολογισμού αποτελεί το λεγόμενο clawback.
Εδώ αρχίζουν τα παράδοξα: παρά το γεγονός ότι η πραγματική δαπάνη αυξάνεται κάθε χρόνο, κυρίως επειδή το Κράτος δεν μπορεί να ελέγξει τη συνταγογράφηση και την αποζημίωση των νέων ακριβών φαρμάκων, το clawback επιβαρύνει άδικα όλες τις φαρμακευτικές εταιρείες, ακόμη και εκείνες που έχουν φθηνά γενόσημα φάρμακα, τα οποία όχι μόνο δεν αυξάνουν τη δαπάνη, αλλά αντίθετα τη μειώνουν. Οι Έλληνες παραγωγοί φαρμάκων επισημαίνουν σε κάθε ευκαιρία τον άδικο και παράλογο χαρακτήρα του clawback, τονίζοντας ότι όπου εφαρμόστηκε το clawback είχε έκτακτο, προσωρινό και όχι μόνιμο χαρακτήρα, όπως στην Ελλάδα. Όμως η μεγαλύτερη αδικία είναι να επιβαρύνονται με clawback τα γενόσημα φάρμακα, κάτι που δεν ισχύει πουθενά στον κόσμο, αφού δεν ευθύνονται για την αύξηση της δαπάνης.
Ταυτόχρονα, το νέο rebate εμποδίζει την είσοδο των νέων φαρμάκων στη θετική λίστα όσων φαρμάκων αποζημιώνονται από τον ΕΟΠΥΥ, αφού προβλέπει μια επιπλέον επιβάρυνση για τα φάρμακα αυτά που από 5% εκτοξεύεται στο 25% για δύο χρόνια από τη στιγμή που ξεκινούν να αποζημιώνονται . Με αυτό τον τρόπο η συνολική επιβάρυνση για τα νέα φάρμακα θα φτάσει στο 60%. Είναι σαφές πως η αποζημίωση των νέων φαρμάκων θα γίνει ουσιαστικά ασύμφορη, ενώ και η πρόσβαση των ασθενών σε αυτά θα είναι αδύνατη. Παράλληλα, θα περιοριστούν σημαντικά οι συνεργασίες των ελληνικών και των ξένων φαρμακοβιομηχανιών που αφορούν στην προώθηση των φαρμάκων αυτών.
Το σημερινό πλαίσιο της φαρμακευτικής πολιτικής έχει προκαλέσει την έντονη αντίδραση της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας. Οι παράλoγοι κανόνες για την τιμολόγηση, το νέο υπερβολικό rebate και το άδικο clawback έχουν καταστροφικές επιπτώσεις για την ελληνική παραγωγή και τους ασθενείς. Τώρα όσο ποτέ άλλοτε είναι αναγκαίο να υιοθετήσουμε μια ρεαλιστική πολιτική φαρμάκου, η οποία πέρα από την προστασία της δημόσιας υγείας με ποιοτικές, ασφαλείς και αποτελεσματικές θεραπείες, θα επιτρέπει την ανάπτυξη της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας, την ενίσχυση της απασχόλησης, την επένδυση σε έρευνα, με τελικό αποτέλεσμα την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Ο εξορθολογισμός της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω περικοπών, υπερβολικών μειώσεων τιμών και μετάθεσης του κόστους στους παραγωγούς με υποχρεωτικές επιστροφές. Αντιθέτως, για να συγκρατηθεί το κόστος μακροπρόθεσμα, είναι απαραίτητες οι επενδύσεις στην πρόληψη και την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, μηχανισμοί ελέγχων της συνταγογράφησης και κίνητρα για την αύξηση της χρήσης των γενοσήμων φαρμάκων. Επιμένουμε ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος να διασφαλιστεί τόσο η βιωσιμότητα του Δημόσιου Συστήματος Υγείας, όσο και η πρόσβαση των ασθενών στις απαραίτητες θεραπείες.